ἀποσχίς

ἀποσχίς
ἀπο-σχίς, ίδος, , mostly in pl., ἀποσχίδες
A branches of veins, Hp.Oss.6, Aret.CA2.2;

ὀστῶν Gal.18(2).781

; of a mountain, spurs, Str.11.12.4.
II sg., branch of the bile-duct, Gal.2.578.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποσχίς — η βλ. αποσχίδα …   Dictionary of Greek

  • ἀποσχίδα — ἀποσχίς branches fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχίδας — ἀποσχίς branches fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχίδες — ἀποσχίς branches fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχίδος — ἀποσχίς branches fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχίδων — ἀποσχίς branches fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποσχίδα — η (Α ἀποσχίς, ιδος) [αποσχίζω] νεοελλ. (χειρουργ.) μικρό τμήμα οστού που έχει αποσπαστεί λόγω κατάγματος ή νέκρωσης αρχ. 1. (για φλέβες) διακλάδωση 2. (για βουνά) προεξοχή …   Dictionary of Greek

  • σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”